Υ Π Ο Σ Χ Ε Σ Η
Γράφει ο Βαγγέλης Γαρτσιώνης από Λαμία
Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’70, ένα καλοκαιρινό απομεσήμερο πίσω από το καμπαναριό της εκκλησιάς του χωριού, δυο παιδικά μάτια έβλεπαν δίπλα στο αυλάκι το άτυχο ζωντανό να κλωτσά απελπισμένο κάμποσες πέτρες μακριά, προσπαθώντας ν’ αποφύγει τις επιδέξιες και κοφτές κινήσεις της σφαγής του από τον γηγενή Νεοχωρίτη. Επιφωνήματα θαυμασμού από την ομήγυρη των παιδιών δίπλα του, τον έκαναν να συνειδητοποιήσει το γεγονός της ημέρας, που αργότερα, θα το ακολουθούσε η αναμονή όλων των παιδιών του χωριού σε μια ουρά για τη στιγμιαία απόλαυση ενός εκλεκτού μεζέ σ’ ένα κομμάτι χαρτί στο χέρι. Είχε προηγηθεί ατέλειωτο παιχνίδι κι εξερεύνηση στις παγωμένες πέτρες του άμπλα, κυνηγώντας σαύρες, βατράχια και πουλιά αλλά και πολλές βόλτες στα ήρεμα στενά του χωριού, μέσα στις μυρωδιές της καστανιάς, της φτέρης και της καρυδιάς. Μέσα στα πνιχτά γέλια της κλοπής λουλουδιών και καρυδιών από τους κήπους των γειτόνων. Μέσα από το λαχάνιασμα και τον ιδρώτα αλλοτινών παιχνιδιών που σκαρφιζόντουσαν κάθε στιγμή μέσα στα παιδικά μυαλά. Και το βράδυ αργά, με τους καλοκαιρινούς φίλους πίσω από το ιερό της εκκλησιάς, οι αέναες παιδικές συζητήσεις που δεν τελείωσαν ποτέ. Με τη συντροφιά των πυγολαμπίδων που έριχναν το φώς τους στο σκοτάδι, με τρόπο που θαρρείς σου έδειχναν την μαγική εικόνα της ζωής. Με το τραγούδι του τριζονιού που λες και έδινε το τέμπο της συζήτησης, ήταν όλοι τους εκεί, να συντροφεύουν ο ένας τις σκέψεις τ’ αλλουνού και να σχεδιάζουν τα μελλούμενα με μιαν αφέλεια παιδική και αμεσότητα συνάμα, υφαίνοντας κομμάτια από τη ζωή, σαν μια ένωση από μικρές κλωστές που μύριζαν τσιχλόφουσκα και άρωμα βανίλια…...…
Αρκετά χρόνια μετά, μπορεί να μην υπάρχει πια το τελετουργικό της σφαγής, η τσίκνα όμως της λειχουδιάς παρέμεινε με το μεράκι του Αλέκου. Μπορεί ο άμπλας να έχει διαμορφωθεί αλλιώς, αλλά η μαγική του αύρα προσκαλεί συνέχεια τα παιδιά να τους διδάξει όλα αυτά που ακούραστα κάνει χρόνια τώρα. Μπορεί τα παιχνίδια των παιδιών μας να είναι πλέον διαφορετικά, αλλά η παρουσία τους, το γέλιο τους και η χαρά είναι ανεξίτηλα ζωγραφισμένα σ’ όλες τις ώρες της ημέρας. Θαρρείς σ’ ένα παιχνίδι της ζωής, που ο κύκλος της βάλθηκε να επαναληφθεί με πρόσωπα δικά σου. Πυγολαμπίδες δεν υπάρχουν πια, αλλά οι βόλτες γύρω από το χωριό με βήματα σιγανά, κοιτώντας τους Περσείδες ( Διάττοντες αστέρες ή ‘’πεφταστέρια’’ των οποίων η εμφάνιση ήταν ορατή στη διάρκεια του φετινού καλοκαιριού στο Νεοχώρι) στον έναστρο ουρανό, είναι σαν περίπατος στο παρελθόν, στ’ άχρονο, ίσως και στο διαρκές. Οι περισσότεροι παιδικοί φίλοι ήταν όλοι -πάλι- εκεί. Ίσως όχι μ’ εκείνη την παιδική αφέλεια των νεανικών χρόνων, ίσως περισσότερο ώριμοι στο πέρασμα της ζωής, αλλά με την ίδια λαχτάρα να ρουφήξουν κάθε μαγική στιγμή που αναπολούν, ‘’ ξαναγνωρίζοντας ‘’ αυτούς που έκαναν ρυτίδες στο πρόσωπο αλλά όχι στην ψυχή. Δύσκολη η προσπάθεια ν’ αφουγκραστείς όπως παλιά τη σκέψη τους, μα η νύχτα στην πλατεία είναι αβάσταχτα γλυκιά και λειτουργεί ως προσδοκία, πως ίσως την αυριανή ημέρα θα συμβεί κι αυτό. Και τούτο γιατί, στου χρόνου τα ανάστροφα γυρίσματα, κάποιοι με άσβεστη τη νοσταλγία των παιδικών τους χρόνων, έκαναν την υπόσχεση πως τις θύμησες που είχανε, να ψάχνουν να τις ξαναβρούν.
Αύγουστος 2015
Γράφει ο Βαγγέλης Γαρτσιώνης από Λαμία
Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’70, ένα καλοκαιρινό απομεσήμερο πίσω από το καμπαναριό της εκκλησιάς του χωριού, δυο παιδικά μάτια έβλεπαν δίπλα στο αυλάκι το άτυχο ζωντανό να κλωτσά απελπισμένο κάμποσες πέτρες μακριά, προσπαθώντας ν’ αποφύγει τις επιδέξιες και κοφτές κινήσεις της σφαγής του από τον γηγενή Νεοχωρίτη. Επιφωνήματα θαυμασμού από την ομήγυρη των παιδιών δίπλα του, τον έκαναν να συνειδητοποιήσει το γεγονός της ημέρας, που αργότερα, θα το ακολουθούσε η αναμονή όλων των παιδιών του χωριού σε μια ουρά για τη στιγμιαία απόλαυση ενός εκλεκτού μεζέ σ’ ένα κομμάτι χαρτί στο χέρι. Είχε προηγηθεί ατέλειωτο παιχνίδι κι εξερεύνηση στις παγωμένες πέτρες του άμπλα, κυνηγώντας σαύρες, βατράχια και πουλιά αλλά και πολλές βόλτες στα ήρεμα στενά του χωριού, μέσα στις μυρωδιές της καστανιάς, της φτέρης και της καρυδιάς. Μέσα στα πνιχτά γέλια της κλοπής λουλουδιών και καρυδιών από τους κήπους των γειτόνων. Μέσα από το λαχάνιασμα και τον ιδρώτα αλλοτινών παιχνιδιών που σκαρφιζόντουσαν κάθε στιγμή μέσα στα παιδικά μυαλά. Και το βράδυ αργά, με τους καλοκαιρινούς φίλους πίσω από το ιερό της εκκλησιάς, οι αέναες παιδικές συζητήσεις που δεν τελείωσαν ποτέ. Με τη συντροφιά των πυγολαμπίδων που έριχναν το φώς τους στο σκοτάδι, με τρόπο που θαρρείς σου έδειχναν την μαγική εικόνα της ζωής. Με το τραγούδι του τριζονιού που λες και έδινε το τέμπο της συζήτησης, ήταν όλοι τους εκεί, να συντροφεύουν ο ένας τις σκέψεις τ’ αλλουνού και να σχεδιάζουν τα μελλούμενα με μιαν αφέλεια παιδική και αμεσότητα συνάμα, υφαίνοντας κομμάτια από τη ζωή, σαν μια ένωση από μικρές κλωστές που μύριζαν τσιχλόφουσκα και άρωμα βανίλια…...…
Αρκετά χρόνια μετά, μπορεί να μην υπάρχει πια το τελετουργικό της σφαγής, η τσίκνα όμως της λειχουδιάς παρέμεινε με το μεράκι του Αλέκου. Μπορεί ο άμπλας να έχει διαμορφωθεί αλλιώς, αλλά η μαγική του αύρα προσκαλεί συνέχεια τα παιδιά να τους διδάξει όλα αυτά που ακούραστα κάνει χρόνια τώρα. Μπορεί τα παιχνίδια των παιδιών μας να είναι πλέον διαφορετικά, αλλά η παρουσία τους, το γέλιο τους και η χαρά είναι ανεξίτηλα ζωγραφισμένα σ’ όλες τις ώρες της ημέρας. Θαρρείς σ’ ένα παιχνίδι της ζωής, που ο κύκλος της βάλθηκε να επαναληφθεί με πρόσωπα δικά σου. Πυγολαμπίδες δεν υπάρχουν πια, αλλά οι βόλτες γύρω από το χωριό με βήματα σιγανά, κοιτώντας τους Περσείδες ( Διάττοντες αστέρες ή ‘’πεφταστέρια’’ των οποίων η εμφάνιση ήταν ορατή στη διάρκεια του φετινού καλοκαιριού στο Νεοχώρι) στον έναστρο ουρανό, είναι σαν περίπατος στο παρελθόν, στ’ άχρονο, ίσως και στο διαρκές. Οι περισσότεροι παιδικοί φίλοι ήταν όλοι -πάλι- εκεί. Ίσως όχι μ’ εκείνη την παιδική αφέλεια των νεανικών χρόνων, ίσως περισσότερο ώριμοι στο πέρασμα της ζωής, αλλά με την ίδια λαχτάρα να ρουφήξουν κάθε μαγική στιγμή που αναπολούν, ‘’ ξαναγνωρίζοντας ‘’ αυτούς που έκαναν ρυτίδες στο πρόσωπο αλλά όχι στην ψυχή. Δύσκολη η προσπάθεια ν’ αφουγκραστείς όπως παλιά τη σκέψη τους, μα η νύχτα στην πλατεία είναι αβάσταχτα γλυκιά και λειτουργεί ως προσδοκία, πως ίσως την αυριανή ημέρα θα συμβεί κι αυτό. Και τούτο γιατί, στου χρόνου τα ανάστροφα γυρίσματα, κάποιοι με άσβεστη τη νοσταλγία των παιδικών τους χρόνων, έκαναν την υπόσχεση πως τις θύμησες που είχανε, να ψάχνουν να τις ξαναβρούν.
Αύγουστος 2015